ἐπιπολήν

ἐπιπολήν
ἐπιπολή
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐπιπολήν — Ἐπιπολή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • συμμετεωρίζομαι — ΜΑ μσν. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι μαζί με άλλον αρχ. 1. υψώνομαι ταυτόχρονα με άλλον («τῷ μετεωρισμῷ τοῡ ἐδάφους συμμετεωρισθεῑσαν καὶ τὴν θάλασσαν», Στράβ.) 2. (για την αναπνοή) γίνομαι κατ επιπολήν συγχρόνως 3. μτφ. είμαι ανήσυχος ταυτόχρονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”